- παραλείποντας
- παραλείπωleave on one sidepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
στρογγυλεύω — Ν [στρογγυλός] (ως μτβ. και ως αμτβ.) 1. στρογγυλαίνω 2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του … Dictionary of Greek
στυλιζάρω — και στιλιζάρω Ν 1. λογοτ. επεξεργάζομαι ένα κείμενο δίνοντας του σωστή μορφή από άποψη ύφους 2. (καλ. τεχν.) ανάγω μία μορφή στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της απεικονίζοντάς την αδρομερώς, παραλείποντας τις λεπτομέρειες και δίνοντάς της… … Dictionary of Greek
Μάρμορας, Ανδρέας ή Μαρμαράς — (Κέρκυρα 1618 – 1684). Ιστορικός. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας, στην οποία διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα, κατατάχθηκε στον στρατό της Βενετίας και έλαβε μέρος στους πολέμους της Κρήτης και της… … Dictionary of Greek